-
1 отмывка
1. (мытьё) το ξέπλυμα, η απόπλυση 2. (чертежа) о (υδατο)χρωμα-τισμός (του σχεδίου) 3. (карт.) (рельефа) η σκίαση του ανάγλυφου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отмывка
-
2 полоскание
1. (напр. белья) το ξέπλυμα, το ξέβγαλμα (των ρούχων) 2. (напр. рта, горла) η γαργάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полоскание
-
3 промывать
πλύνω, ξεπλύνω, πλένω, ξεπλένω-ка η πλύση, το πλύσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промывать
-
4 смыв
1. (снятие, удаление мытьём) το ξέπλυμα, η έκπλυση 2. (склоновая эрозия) η έκπλυση, η διάβρωση του εδάφους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смыв
-
5 споласкивание
το ξέβγαλμα, το ξέπλυμα-ть ξεβγάζω, ξεπλένωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > споласкивание
-
6 полоскание
полосканиес1. (действие) τό ξέπλυμα, ἡ ἔκπλυνση [-ις], τό ξέβγαλμα (белья) / ἡ γαργάρα, ὁ γαργαρισμός (горла)· 2, (жидкость) τό γαργάρισμα. -
7 вымывание
-я ουδ.ξέπλυμα. -
8 дополоскать
-лощу, -лощешьρ.σ.μ.αποξε-τΐλένω, τελειώνω το ξέπλυμα. -
9 лоток
-тка α.1. ταβλάς πλανόδιου μικροπωλητή.2. υπαίθριο τραπέζι πωλητή.3. λούκι.4. καδί ή σκάφη (για ξέπλυμα δειγμάτων πετρωμάτων). -
10 намыв
-а α.1. πρόσχωση.2. πλύση, πλύσιμο• ξέπλυμα. -
11 наполоскать
-лощу, -лбщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наполосканный, βρ: -кан, -а, -оξεπλύνω (πολλά)•наполоскать корзину белья ξεπλύνω ένα καλάθι ρούχα.
1. ξεπλύνομαι.2. ξεπλύνω (πολύ) • κουράζομαι από το πολύ ξέπλυμα. -
12 ополаскивание
-я ουδ.ξέπλυμα. -
13 отмывка
-и θ..ξέπλυμα• καθάρισμα. -
14 отполоскать
-лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отполосканный, βρ: -кан, -а, -о; ρ.σ.μ.1. ξεπλύνω.2. αποπλύνω, τελειώνω το ξέπλυμα.1. ξεπλύνομαι.2. αποπλύνομαι. -
15 полоскание
-я ουδ.1. ξέπλυμα, ξέβγαλμα ρούχων.2. γαργάρα καθώς και το φάρμακο. -
16 промывка
-и θ.πλύση, -ιμο• ξέπλυμα, ξέβγαλμα κα,θάρ ισμα. -
17 промывной
επ.1. πλυντικός• για ξέπλυμα.2. ουσ. -ая θ. πλυντήριο, πλυσταριό. -
18 промывочный
επ.πλυντικός, για ξέπλυμα. -
19 протачивание
-я ουδ.1. διάβρωση, φάγωμα• τρύπημα.2. ξέπλυμα με τρεχούμενο νερό.3. Ή τόρνευση. -
20 размыв
-а α.1. ξέπλυμα, φθορά (διάβρωση) από το νερό.2. νεροφάγωμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξέπλυμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεπλένω, το πλύσιμο, το καθάρισμα πράγματος: Το ξέπλυμα των πιάτων δεν έγινε καλό. 2. μτφ., για φαγητό, ο άνοστος, ο άγευστος, ο νερουλός πολύ. 3. για πρόσωπο, βρισιά: Α, να χαθείς ξέπλυμα, τιποτένιε,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek
κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας … Dictionary of Greek
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek
μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως … Dictionary of Greek
νίμμα — νίμμα, τὸ (Α, Μ και νίμμαν) νερό για νίψιμο, για πλύσιμο, ιδίως τών χεριών αρχ. 1. (ως ψόγος) ξέπλυμα, απόπλυμα 2. φρ. «νίμμα προσώπου» α) πλύσιμο τού προσώπου, νίψιμο β) καλλυντικό για το πρόσωπο, μυραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. μα (πρβλ … Dictionary of Greek
ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… … Dictionary of Greek
ξεθέρμισμα — το [ξεθερμίζω] ξέπλυμα μαγειρικού ή επιτραπέζιου σκεύους με ζεστό σταχτόνερο … Dictionary of Greek
περίπλυμα — τὸ, Α [περιπλύνω] το αποτέλεσμα τού περιπλύνω, απόπλυμα, ξέπλυμα («ἡ κονία περίπλυμα τῆς τέφρας», Γαλ.) … Dictionary of Greek
περίχυση — η / περίχυσις ύσεως, ΝΜΑ [περιχέω] το να περιχύνει κανείς κάτι, το να περιβρέχει να διαβρέχει, κάτι αρχ. 1. έκπλυση, ξέπλυμα 2. καταιονισμός με κρύο νερό, ψυχρολουσία 3. διασκόρπιση … Dictionary of Greek
χαλαίρυπος — ὁ, Α 1. νερό με ξέπλυμα από μπουγάδα 2. θολό και βρόμικο νερό 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν πλυνομένων ἱματίων ῥύπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + ῥύπος] … Dictionary of Greek